λεκές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λεκές | οι | λεκέδες |
| γενική | του | λεκέ | των | λεκέδων |
| αιτιατική | τον | λεκέ | τους | λεκέδες |
| κλητική | λεκέ | λεκέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

λεκές από καφέ
Ετυμολογία
- λεκές < (άμεσο δάνειο) τουρκική leke < περσική لکه (lakā)
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈces/
Ουσιαστικό
λεκές αρσενικό
- κηλίδα που σχηματίζεται σε κάτι που λερώθηκε, π.χ. σε ένα ρούχο
- (μεταφορικά) κάτι που θίγει την αξιοπρέπεια, την υπόληψη ή την αξία κάποιου
Εκφράσεις
- λεκέ που βγάζει το νερό να μην τον συλλογάσαι : δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για κάτι που διορθώνεται
Μεταφράσεις
λεκές
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.