καθαρτήριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καθαρτήριον (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του καθαρτήριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καθαρτήριος
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καθαρτήριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.