καθαρό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθαρό τα καθαρά
      γενική του καθαρού των καθαρών
    αιτιατική το καθαρό τα καθαρά
     κλητική καθαρό καθαρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθαρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καθαρός

Ουσιαστικό

καθαρό ουδέτερο

  1. γραπτό απαλλαγμένο κατά το δυνατόν από λάθη και μουντζούρες, προορισμένο να παρουσιαστεί σε κάποιον που θα το αξιολογήσει
     αντώνυμα: πρόχειρο
    συνήθως λύνω τις ασκήσεις μου σ'ένα πρόχειρο και μετά τις περνάω στο καθαρό

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

καθαρό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.