αποτοξινώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποτοξινώνω < αποτοξίν(ωση) + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική detoxify) [1]
Ρήμα
αποτοξινώνω (παθητική φωνή: αποτοξινώνομαι)
- αφαιρώ ή απομακρύνω τοξίνες από κάποιο οργανισμό
- αφαιρώ ή απομακρύνω τοξίνες από κάτι αρνητικό ή βλαβερό
Συγγενικά
- αποτοξινωμένος
- αποτοξίνωση
- → δείτε τις λέξεις τοξίνη και τόξο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποτοξινώνω | αποτοξίνωνα | θα αποτοξινώνω | να αποτοξινώνω | αποτοξινώνοντας | |
| β' ενικ. | αποτοξινώνεις | αποτοξίνωνες | θα αποτοξινώνεις | να αποτοξινώνεις | αποτοξίνωνε | |
| γ' ενικ. | αποτοξινώνει | αποτοξίνωνε | θα αποτοξινώνει | να αποτοξινώνει | ||
| α' πληθ. | αποτοξινώνουμε | αποτοξινώναμε | θα αποτοξινώνουμε | να αποτοξινώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποτοξινώνετε | αποτοξινώνατε | θα αποτοξινώνετε | να αποτοξινώνετε | αποτοξινώνετε | |
| γ' πληθ. | αποτοξινώνουν(ε) | αποτοξίνωναν αποτοξινώναν(ε) |
θα αποτοξινώνουν(ε) | να αποτοξινώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποτοξίνωσα | θα αποτοξινώσω | να αποτοξινώσω | αποτοξινώσει | ||
| β' ενικ. | αποτοξίνωσες | θα αποτοξινώσεις | να αποτοξινώσεις | αποτοξίνωσε | ||
| γ' ενικ. | αποτοξίνωσε | θα αποτοξινώσει | να αποτοξινώσει | |||
| α' πληθ. | αποτοξινώσαμε | θα αποτοξινώσουμε | να αποτοξινώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποτοξινώσατε | θα αποτοξινώσετε | να αποτοξινώσετε | αποτοξινώστε | ||
| γ' πληθ. | αποτοξίνωσαν αποτοξινώσαν(ε) |
θα αποτοξινώσουν(ε) | να αποτοξινώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποτοξινώσει | είχα αποτοξινώσει | θα έχω αποτοξινώσει | να έχω αποτοξινώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποτοξινώσει | είχες αποτοξινώσει | θα έχεις αποτοξινώσει | να έχεις αποτοξινώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποτοξινώσει | είχε αποτοξινώσει | θα έχει αποτοξινώσει | να έχει αποτοξινώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποτοξινώσει | είχαμε αποτοξινώσει | θα έχουμε αποτοξινώσει | να έχουμε αποτοξινώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποτοξινώσει | είχατε αποτοξινώσει | θα έχετε αποτοξινώσει | να έχετε αποτοξινώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποτοξινώσει | είχαν αποτοξινώσει | θα έχουν αποτοξινώσει | να έχουν αποτοξινώσει |
| |
Αναφορές
- αποτοξινώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.