αποτοξινώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποτοξινώνω < αποτοξίν(ωση) + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική detoxify) [1]

Ρήμα

αποτοξινώνω (παθητική φωνή: αποτοξινώνομαι)

  1. αφαιρώ ή απομακρύνω τοξίνες από κάποιο οργανισμό
  2. αφαιρώ ή απομακρύνω τοξίνες από κάτι αρνητικό ή βλαβερό

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.