βρόμικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βρόμικος | η | βρόμικη | το | βρόμικο |
| γενική | του | βρόμικου | της | βρόμικης | του | βρόμικου |
| αιτιατική | τον | βρόμικο | τη | βρόμικη | το | βρόμικο |
| κλητική | βρόμικε | βρόμικη | βρόμικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βρόμικοι | οι | βρόμικες | τα | βρόμικα |
| γενική | των | βρόμικων | των | βρόμικων | των | βρόμικων |
| αιτιατική | τους | βρόμικους | τις | βρόμικες | τα | βρόμικα |
| κλητική | βρόμικοι | βρόμικες | βρόμικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvɾo.mi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρό‐μι‐κος
Επίθετο
βρόμικος, -η, -ο
- που δεν είναι καθαρός
- ↪ πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου, είναι βρόμικα
- ≈ συνώνυμα: ακάθαρτος, βρομερός, κηλιδωμένος, λεκιασμένος, λερός, λερωμένος, μουντζουρωμένος, ρυπαρός
- ≠ αντώνυμα: αβρόμιστος, αλέρωτος, καθαρός,
- (μεταφορικά) που έχει σχέση με ανέντιμες ασχολίες
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.