ξεκάθαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεκάθαρος η ξεκάθαρη το ξεκάθαρο
      γενική του ξεκάθαρου της ξεκάθαρης του ξεκάθαρου
    αιτιατική τον ξεκάθαρο την ξεκάθαρη το ξεκάθαρο
     κλητική ξεκάθαρε ξεκάθαρη ξεκάθαρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεκάθαροι οι ξεκάθαρες τα ξεκάθαρα
      γενική των ξεκάθαρων των ξεκάθαρων των ξεκάθαρων
    αιτιατική τους ξεκάθαρους τις ξεκάθαρες τα ξεκάθαρα
     κλητική ξεκάθαροι ξεκάθαρες ξεκάθαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεκάθαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεκάθαρος < ξεκαθαρ(ίζω) (αναδρομικός σχηματισμός της μεσαιωνικής)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ξε- + καθαρός

Προφορά

ΔΦΑ : /kseˈka.θa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξεκάθαρος

Επίθετο

ξεκάθαρος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που διακρίνεται πολύ καλά
  2. (μεταφορικά) που δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες ή παρανοήσεις
     συνώνυμα: ολοφάνερος, απτός

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ξεκαθαρίζω και καθαρός

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ξεκάθαρος < ξεκαθαρ(ίζω) (αναδρομικός σχηματισμός). Μορφολογικά αναλύεται σε ξε- + καθαρός

Επίθετο

ξεκάθαρος (θηλυκό ξεκάθαρη)

  1. ξεκάθαρος
    1. ευδιάκριτος
    2. σαφής
  2. λαμπρός, φωτεινός

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ξεκαθαρίζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.