κριτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κριτική | οι | κριτικές |
| γενική | της | κριτικής | των | κριτικών |
| αιτιατική | την | κριτική | τις | κριτικές |
| κλητική | κριτική | κριτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κριτική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κριτική θηλυκό
- η διατύπωση κρίσεων, η υποκειμενική άποψη ενός ατόμου για οποιοδήποτε θέμα, συνήθως ανάλογα με την προσωπική εμπειρία του
- θεατρική κριτική, κριτική κινηματογράφου
- η διατύπωση αρνητικών κρίσεων
- είναι πολύ εύκολο να κάνεις κριτική, όταν δεν έχεις την πραγματική ευθύνη μιας κατάστασης
- φιλολογική κριτική και/ή κριτική κειμένου: η φιλολογική εργασία που αποσκοπεί, μέσα από τη σύγκριση διαφορετικών αντιγράφων του ίδιου κειμένου, στο να ανασυγκροτήσει το αυθεντικό κείμενο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
διατύπωση κρίσεων
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κριτική
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.