κριτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κριτική οι κριτικές
      γενική της κριτικής των κριτικών
    αιτιατική την κριτική τις κριτικές
     κλητική κριτική κριτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κριτική < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾi.tiˈci/
ομόηχα: κριτικοί, κρητικοί, Κρητικοί, κρητική

Ουσιαστικό

κριτική θηλυκό

  1. η διατύπωση κρίσεων, η υποκειμενική άποψη ενός ατόμου για οποιοδήποτε θέμα, συνήθως ανάλογα με την προσωπική εμπειρία του
    θεατρική κριτική, κριτική κινηματογράφου
  2. η διατύπωση αρνητικών κρίσεων
    είναι πολύ εύκολο να κάνεις κριτική, όταν δεν έχεις την πραγματική ευθύνη μιας κατάστασης
  3. φιλολογική κριτική και/ή κριτική κειμένου: η φιλολογική εργασία που αποσκοπεί, μέσα από τη σύγκριση διαφορετικών αντιγράφων του ίδιου κειμένου, στο να ανασυγκροτήσει το αυθεντικό κείμενο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κριτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.