κάθαρση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάθαρση | οι | καθάρσεις |
| γενική | της | κάθαρσης* | των | καθάρσεων |
| αιτιατική | την | κάθαρση | τις | καθάρσεις |
| κλητική | κάθαρση | καθάρσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθάρσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάθαρση < αρχαία ελληνική κάθαρσις < καθαίρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.θaɾ.si/
Ουσιαστικό
κάθαρση θηλυκό
- η απαλλαγή από το μίασμα της αμαρτίας, που γίνεται συνήθως με τελετουργικό τρόπο
- (φιλολογία) ο εξαγνισμός, η λύτρωση από τη συναισθηματική ένταση που νιώθει ο θεατής ενός τραγικού έργου, όταν, με την λύση του δράματος, αποκαθίσταται η έννομη και η ηθική τάξη
- (ψυχολογία) η θεραπεία μιας νοσηρής κατάστασης ψυχικού χαρακτήρα, κυρίως όταν ο ασθενής ανακαλεί στη μνήμη του το γεγονός που την προκάλεσε
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καθαίρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.