Άδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Άδης
      γενική του Άδη
    αιτιατική τον Άδη
     κλητική Άδη
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άδης < αρχαία ελληνική ᾍδης < ἀ- στερητικό + ἰδεῖν

Κύριο όνομα

Άδης αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο θεός του κάτω κόσμου, ο Πλούτωνας
  2. (ελληνική μυθολογία) ο κάτω κόσμος, τα Τάρταρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.