Άδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Άδης | ||
| γενική | του | Άδη | ||
| αιτιατική | τον | Άδη | ||
| κλητική | Άδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Άδης < αρχαία ελληνική ᾍδης < ἀ- στερητικό + ἰδεῖν
Κύριο όνομα
Άδης αρσενικό
Μεταφράσεις
θεός του κάτω κόσμου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.