chambre

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

chambre < λατινική camera < καμάρα

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
chambre chambres

chambre (fr) θηλυκό

  1. το δωμάτιο
  2. ο θάλαμος
  3. o οντάς
  4. το επιμελητήριο
  5. η κάμαρα, το υπνοδωμάτιο, η κρεβατοκάμαρα


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.