παλάτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παλάτι | τα | παλάτια |
| γενική | του | παλατιού | των | παλατιών |
| αιτιατική | το | παλάτι | τα | παλάτια |
| κλητική | παλάτι | παλάτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παλάτιν < ελληνιστική κοινή παλάτιον < λατινική palatium < Palatinus (ένας από τους επτά λόφους της Ρώμης)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈla.ti/
Ουσιαστικό
παλάτι ουδέτερο
- το ανάκτορο, το οίκημα όπου διαμένει ένας βασιλιάς, ένας ηγεμόνας
- το κέντρο εξουσίας που διαμορφώνεται από τον ίδιο το βασιλιά καθώς και τον περίγυρό του
- ※ Εαμίτης δεν έγινε ποτέ, και όμως δεν έχανε ευκαιρία να υποστηρίζει τους Εαμίτες και να ρίχνει όλα τα κρίματα στο "παλάτι". (Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) ένα πολύ όμορφο ή/και πολυτελές σπίτι
Συγγενικά
-
παλάτι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.