δωμάτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δωμάτιο τα δωμάτια
      γενική του δωματίου
& δωμάτιου
των δωματίων
    αιτιατική το δωμάτιο τα δωμάτια
     κλητική δωμάτιο δωμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωμάτιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðoˈma.ti.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δωμάτιο

Ουσιαστικό

δωμάτιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.