αμπάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπάρι τα αμπάρια
      γενική του αμπαριού των αμπαριών
    αιτιατική το αμπάρι τα αμπάρια
     κλητική αμπάρι αμπάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ambar + < περσική انبار (ambār: μαγαζί, (σιτ)αποθήκη, δεξαμενή) < μέση περσική hmbʾl (hambār: μαγαζί, αποθήκη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sem- (μαζί) + *bʰer- (μεταφέρω)

Ουσιαστικό

αμπάρι ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) εσωτερικός χώρος πλοίου που χρησιμεύει για την εναπόθεση συσκευασμένων ή χύμα εμπορευμάτων, εκτός υγρών.
    τα αντίστοιχα αμπάρια των δεξαμενόπλοιων καλούνται δεξαμενές
  2. (κατ’ επέκταση) (παρωχημένο) αποθήκη (σιτηρών)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.