ίριδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ίριδα | οι | ίριδες |
| γενική | της | ίριδας | των | ιρίδων |
| αιτιατική | την | ίριδα | τις | ίριδες |
| κλητική | ίριδα | ίριδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τα χρώματα της ίριδας στον ουρανό.

Μάτι με καφετιά ίριδα.
.jpg.webp)
Το φυτό ίριδα.
Ετυμολογία
- ίριδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἶρις από την αιτιατική «τὴν ἴριδα» < Ἶρις
Ουσιαστικό
ίριδα θηλυκό
- το ουράνιο τόξο
- το χρωματιστό κυκλικό τμήμα του ματιού που περιβάλλει την κόρη
- (βοτανική, λουλούδι) μονοκοτυλήδονο φυτό του γένους των Λειριωδών (Liliales), της οικογένειας των Ιριδοειδών
-
ίριδα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.