ίριδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίριδα οι ίριδες
      γενική της ίριδας των ιρίδων
    αιτιατική την ίριδα τις ίριδες
     κλητική ίριδα ίριδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τα χρώματα της ίριδας στον ουρανό.
Μάτι με καφετιά ίριδα.
Το φυτό ίριδα.

Ετυμολογία

ίριδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἶρις από την αιτιατική «τὴν ἴριδα» < Ἶρις

Ουσιαστικό

ίριδα θηλυκό

  1. το ουράνιο τόξο
  2. το χρωματιστό κυκλικό τμήμα του ματιού που περιβάλλει την κόρη
  3. (βοτανική, λουλούδι) μονοκοτυλήδονο φυτό του γένους των Λειριωδών (Liliales), της οικογένειας των Ιριδοειδών
     συνώνυμα: αγριόκρινος, αγριόκρινο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.