ὀθόνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀθόνη αἱ ὀθόναι
      γενική τῆς ὀθόνης τῶν ὀθονῶν
      δοτική τῇ ὀθόν ταῖς ὀθόναις
    αιτιατική τὴν ὀθόνην τὰς ὀθόνᾱς
     κλητική ! ὀθόνη ὀθόναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀθόν
γεν-δοτ τοῖν  ὀθόναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὀθόνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὀθόνη θηλυκό

  1. λινό ύφασμα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 107
    καιροσέων δ᾽ ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον.
    απ᾽ τα λινά τους υφαντά περνά το λάδι κι αποστάζει.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  2. λινό γυναικείο ρούχο
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ. Ὅρκοι. Τειχοσκοπία. Ἀλεξάνδρου καὶ Μενελάου μονομαχία.), στίχ. 141 (στίχοι 141-142)
    αὐτίκα δ᾽ ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν | ὁρμᾶτ᾽ ἐκ θαλάμοιο τέρεν κατὰ δάκρυ χέουσα,
    Κι ευθύς από τον θάλαμον μ᾽ ένα λευκό μαγνάδι | η Ελένη εχύθη και θερμά τα δάκρυα της κυλούσαν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 595 (στίχοι 595-596)
    τῶν δ᾽ αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον, οἱ δὲ χιτῶνας | εἵατ᾽ ἐϋννήτους, ἦκα στίλβοντας ἐλαίῳ·
    και οι κόρες εφορούσαν λινά ενδύματα λεπτά, | κι είχαν τα παλικάρια από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
  3. ελληνιστική πανί πλοίου, καραβόπανο
  4. (στον πληθυντικό) η μεμβράνη που περικλείει την κόρη του ματιού
      4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, De sensu et sensibilibus, 2.9, @scaife.perseus
    Ἐμπεδοκλῆς δ’ ἔοικε νομίζοντι ὁτὲ μὲν ἐξιόντος τοῦ φωτός, ὥσπερ εἴρηται πρότερον, βλέπειν· λέγει γοῦν οὕτως...... ὢς δὲ τότ’ ἐν μήνιγξιν ἐεργμένον ὠγύγιον πῦρ λεπτῇσιν ὀθόνῃσι λοχάζετο κύκλοπα κούρην·
    ΣτΕ:Ο Αριστοτέλης παραθέτει ένα απόσπασμα από έργο του Εμπεδοκλή.

Συγγενικά

  • ὀθονείδιον
  • ὀθόνειον
  • ὀθονιακός
  • ὀθονιηρά
  • ὀθόνινος
  • ὀθόνιον: υποκοριστικό του ὀθόνη
  • ὀθόνιος
  • ὀθονιοπλόκος
  • ὀθονιοποιός
  • ὀθονιοπώλης
  • ὀθονοποιός
  • ὀθονοσκεπής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.