αντιθάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντιθάλαμος | οι | αντιθάλαμοι |
| γενική | του | αντιθαλάμου & αντιθάλαμου |
των | αντιθαλάμων |
| αιτιατική | τον | αντιθάλαμο | τους | αντιθαλάμους & αντιθάλαμους |
| κλητική | αντιθάλαμε | αντιθάλαμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιθάλαμος < αντι- + θάλαμος, (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική anticamera
Μεταφράσεις
αντιθάλαμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.