θαλαμωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαλαμωτός η θαλαμωτή το θαλαμωτό
      γενική του θαλαμωτού της θαλαμωτής του θαλαμωτού
    αιτιατική τον θαλαμωτό τη θαλαμωτή το θαλαμωτό
     κλητική θαλαμωτέ θαλαμωτή θαλαμωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαλαμωτοί οι θαλαμωτές τα θαλαμωτά
      γενική των θαλαμωτών των θαλαμωτών των θαλαμωτών
    αιτιατική τους θαλαμωτούς τις θαλαμωτές τα θαλαμωτά
     κλητική θαλαμωτοί θαλαμωτές θαλαμωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θαλαμωτός < θάλαμος

Επίθετο

θαλαμωτός

  1. που έχει σχήμα θαλάμου, θαλαμοειδής
  2. διαιρεμένος σε θαλάμους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.