chamber

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

chamber (en)

  1. θάλαμος, δωμάτιο
  2. η θαλάμη ενός πυροβόλου όπλου
  3. νομοθετικό σώμα (σε συστήματα που περιλαμβάνουν περισσότερα από ένα τέτοια σώματα)
    the lower chamber - η Κάτω Βουλή

Ρήμα

chamber (en)

  1. κλείνω κάποιον σε ένα δωμάτιο
  2. τοποθετώ στη θαλάμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.