ραδιοθάλαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ραδιοθάλαμος | οι | ραδιοθάλαμοι |
| γενική | του | ραδιοθαλάμου & ραδιοθάλαμου |
των | ραδιοθαλάμων |
| αιτιατική | τον | ραδιοθάλαμο | τους | ραδιοθαλάμους & ραδιοθάλαμους |
| κλητική | ραδιοθάλαμε | ραδιοθάλαμοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ραδιοθάλαμος αρσενικό
- η αίθουσα ενός ραδιοσταθμού από την οποία εκπέμπεται μια ραδιοφωνική εκπομπή
Μεταφράσεις
ραδιοθάλαμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.