θαλαμίτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

θαλαμίτης < θάλαμος ή θαλάμη (με την ελληνιστικη έννοια αμπάρι)

Ουσιαστικό

θαλαμίτης-ου αρσενικό

  • ο κωπηλάτης της κατώτερης, τελευταίας σειράς με το πιο κοντό κουπί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.