υπνοδωμάτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπνοδωμάτιο τα υπνοδωμάτια
      γενική του υπνοδωματίου
& υπνοδωμάτιου
των υπνοδωματίων
    αιτιατική το υπνοδωμάτιο τα υπνοδωμάτια
     κλητική υπνοδωμάτιο υπνοδωμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
υπνοδωμάτιο ξενοδοχείου στο Λονδίνο

Ετυμολογία

υπνοδωμάτιο < (μαρτυρείται από το 1883) (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Schlafzimmer

Ουσιαστικό

υπνοδωμάτιο ουδέτερο

 δείτε τη λέξη  κρεβατοκάμαρα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.