θαλαμόσκυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θαλαμόσκυλο | τα | θαλαμόσκυλα |
| γενική | του | θαλαμόσκυλου | των | θαλαμόσκυλων |
| αιτιατική | το | θαλαμόσκυλο | τα | θαλαμόσκυλα |
| κλητική | θαλαμόσκυλο | θαλαμόσκυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θαλαμόσκυλο ουδέτερο και θαλαμοντόγκ ουδέτερο
- (στρατιωτική αργκό) ο θαλαμοφύλακας
- ↪ Καλώς το το θαλαμόσκυλο!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.