local
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | local |
| συγκριτικός | more local |
| υπερθετικός | most local |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈloʊkl̩/
- ⓘ
Επίθετο
local (en)
- τοπικός, που βρίσκεται ή συμβαίνει ή αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο
- ↪ the local time - η τοπική ώρα
- ↪ the local news - τα τοπικά νέα
- τοπικός, που αφορά μέρος του ανθρώπινου σώματος
- ↪ local anesthesia - τοπική αναισθησία
- (πληροφορική) προγραμματιστική οντότητα που χρησιμοποιείται (είναι προσβάσιμη) σε περιορισμένο χώρο ενός προγράμματος, όπως η τοπική μεταβλητή (local variable) μέσα σε μιά συνάρτηση
- ※ The actual parameters (arguments) to a function call are introduced in the local symbol table of the called function when it is called (from a Python tutorial)[1]
- Οι πραγματικές παράμετροι (ορίσματα) σε μια κλήση συνάρτησης εισάγονται στον τοπικό πίνακα συμβόλων της καλούμενης συνάρτησης όταν αυτή καλείται.
- ≠ αντώνυμα: global
- δείτε επίσης: Local variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ The actual parameters (arguments) to a function call are introduced in the local symbol table of the called function when it is called (from a Python tutorial)[1]
- (πληροφορική) το τοπικό δίκτυο (LAN)
- (δίκτυο υπολογιστών) σε ένα δίκτυο ο τοπικός υπολογιστής, σε αντίθεση με έναν άλλο υπολογιστή του δικτύου που λέγεται απομακρυσμένος (remote)
Σύνθετα
- (πληροφορική) localhost
Συγγενικά
Αναφορές
- (αγγλικά) 4. More Control Flow Tools / 4.6. Defining Functions. Αρχειοθέτηση 2020-01-24. Προσπέλαση 2020-09-06.
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /lɔ.kal/
- ⓘ
Ρουμανικά (ro)
Προφορά
- ΔΦΑ : /lo.ˈkal/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.