ανηχοϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανηχοϊκός | η | ανηχοϊκή | το | ανηχοϊκό |
| γενική | του | ανηχοϊκού | της | ανηχοϊκής | του | ανηχοϊκού |
| αιτιατική | τον | ανηχοϊκό | την | ανηχοϊκή | το | ανηχοϊκό |
| κλητική | ανηχοϊκέ | ανηχοϊκή | ανηχοϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανηχοϊκοί | οι | ανηχοϊκές | τα | ανηχοϊκά |
| γενική | των | ανηχοϊκών | των | ανηχοϊκών | των | ανηχοϊκών |
| αιτιατική | τους | ανηχοϊκούς | τις | ανηχοϊκές | τα | ανηχοϊκά |
| κλητική | ανηχοϊκοί | ανηχοϊκές | ανηχοϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανηχοϊκός < λόγιο ενδογενές δάνειο: anechoic (βλ. αρχαία ελληνική ἠχώ). Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ηχοϊκός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ανηχοϊκός, -ή, -ό
- που δεν παράγει ηχώ, που δεν αντανακλά τα ηχητικά ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.