θαλάμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θαλάμι τα θαλάμια
      γενική του θαλαμιού των θαλαμιών
    αιτιατική το θαλάμι τα θαλάμια
     κλητική θαλάμι θαλάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλάμι < αρχαία ελληνική θαλάμη (είτε με μετατροπή του τελικού φωνήεντος σε ι είτε από το υποκοριστικό της θαλάμιον)

Ουσιαστικό

θαλάμι ουδέτερο

  • υποθαλάσσια τρύπα που χρησιμοποιείται από ζώα της θάλασσας για φωλιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.