επιθαλάμιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιθαλάμιος | η | επιθαλάμια | το | επιθαλάμιο |
| γενική | του | επιθαλάμιου | της | επιθαλάμιας | του | επιθαλάμιου |
| αιτιατική | τον | επιθαλάμιο | την | επιθαλάμια | το | επιθαλάμιο |
| κλητική | επιθαλάμιε | επιθαλάμια | επιθαλάμιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιθαλάμιοι | οι | επιθαλάμιες | τα | επιθαλάμια |
| γενική | των | επιθαλάμιων | των | επιθαλάμιων | των | επιθαλάμιων |
| αιτιατική | τους | επιθαλάμιους | τις | επιθαλάμιες | τα | επιθαλάμια |
| κλητική | επιθαλάμιοι | επιθαλάμιες | επιθαλάμια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιθαλάμιος < ελληνιστική κοινή ἐπιθᾰλᾰ́μιος
Συγγενικά
- επιθαλάμιο
- → δείτε τις λέξεις επί και θάλαμος
Μεταφράσεις
επιθαλάμιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.