θαλαμηπόλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θαλαμηπόλος οι θαλαμηπόλοι
      γενική του/της θαλαμηπόλου των θαλαμηπόλων
    αιτιατική τον/τη θαλαμηπόλο τους/τις θαλαμηπόλους
     κλητική θαλαμηπόλε θαλαμηπόλοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλαμηπόλος < ελληνιστική κοινή  θαλαμηπόλος (ευνούχος καμαριέρης), αρχαία ελληνική θαλαμηπόλος (η υπηρέτρια της οικοδέσποινας)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /θa.la.miˈpo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαλαμηπόλος

Ουσιαστικό

θαλαμηπόλος αρσενικό ή θηλυκό

  • (ναυτικός όρος, επάγγελμα) το μέλος του προσωπικού που φροντίζει για τη καθαριότητα και την τακτοποίηση των δωματίων σε πλωτό μέσο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / θαλαμηπόλος οἱ/αἱ θαλαμηπόλοι
      γενική τοῦ/τῆς θαλαμηπόλου τῶν θαλαμηπόλων
      δοτική τῷ/τῇ θαλαμηπόλ τοῖς/ταῖς θαλαμηπόλοις
    αιτιατική τὸν/τὴν θαλαμηπόλον τοὺς/τὰς θαλαμηπόλους
     κλητική ! θαλαμηπόλε θαλαμηπόλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θαλαμηπόλω
γεν-δοτ τοῖν  θαλαμηπόλοιν
Το αρσενικό, κυρίως στην ελληνιστική κοινή.
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλαμηπόλος < θάλαμ(ος) + συνδετικό ένθημα -η- αντί του -ο- για αποφυγή της επανάληψης πολλών [o] [1] + -πόλος

Ουσιαστικό

θαλαμηπόλος, -ου αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλυκό)
    1. (επάγγελμα) καμαριέρα, υπηρέτρια
        8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 8 (στίχοι 7-9)
      αὐτὴ δ᾽ ἐς θάλαμον ἑὸν ἤϊε· δαῖε δέ οἱ πῦρ | γρηῢς Ἀπειραίη, θαλαμηπόλος Εὐρυμέδουσα, | τήν ποτ᾽ Ἀπείρηθεν νέες ἤγαγον ἀμφιέλισσαι·
      Τότε κι εκείνη βάδιζε στην κάμαρή της, όπου της είχε ανάψει | η Ευρυμέδουσα φωτιά· γερόντισσα θαλαμηπόλος, φερμένη | με καράβια ευέλικτα από την Απείρη,
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
        8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 293 (στίχοι 293-295)
      τοῖσιν δ᾽ Εὐρυνόμη θαλαμηπόλος ἡγεμόνευεν | ἐρχομένοισι λέχοσδε, δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα· | ἐς θάλαμον δ᾽ ἀγαγοῦσα πάλιν κίεν.
      Η άλλη, που συγύριζε τον θάλαμό τους, η Ευρυνόμη, | στα χέρια της κρατώντας λαμπάδα από δαδί, | τους οδηγούσε τώρα στη συζυγική τους κλίνη.
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
    2. ιέρεια της Κυβέλης
    3. (ως επίθετο) νυφικός, γαμήλιος
  2. (αρσενικό)
    1. (σπάνια) γαμπρός
        5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1209 (1207-1209)
      ἰὼ κλεινὸν Οἰδίπου κάρα, | ᾧ μέγας λιμὴν | αὑτὸς ἤρκεσεν | παιδὶ καὶ πατρὶ | θαλαμηπόλῳ πεσεῖν,
      Ω, αλίμονό σου, Οιδίπου ξακουστέ, | που εσένα, το παιδί, | το ίδιο με τον πατέρα | λιμάνι φοβερό | σε χώρεσε, νυμφίος να πέσεις!
      Μετάφραση (1942): Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
    2. (ελληνιστική σημασία) ευνούχος της κρεβατοκάμαρας
        1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 30.2
      τῶν δὲ θαλαμηπόλων τις εὐνούχων, οἳ συνεαλώκεισαν ταῖς γυναιξίν, ἀποδρὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου καὶ πρὸς Δαρεῖον ἀφιππασάμενος, Τίρεως ὄνομα, φράζει τὸν θάνατον αὐτῷ τῆς γυναικός.
      Κάποιος από τους ευνούχους θαλαμηπόλους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι μαζί με τις γυναίκες, Τίρεως στο όνομα, είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο και, φτάνοντας με άλογο στον Δαρείο, του ανακοίνωσε τον θάνατο της γυναίκας του.
      Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greeklanguage.gr

Εκφράσεις

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.