άδυτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άδυτο τα άδυτα
      γενική του αδύτου
& άδυτου
των αδύτων
    αιτιατική το άδυτο τα άδυτα
     κλητική άδυτο άδυτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άδυτο < αρχαία ελληνική ἄδυτον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἄδυτος

Ουσιαστικό

άδυτο ουδέτερο

  1. το μέρος του ναού στο οποίο μπορούν να εισέλθουν μόνο οι ιερείς
  2. σημείο στο οποίο δεν επιτρέπεται η πρόσβαση παρά μόνο σε λίγους μυημένους

Εκφράσεις

  • τα άδυτα των αδύτων

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άδυτο

  1. αιτιατική ενικού του άδυτος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του άδυτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.