έξω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έξω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔξω[1] < πρόθεση ἐξ +

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.kso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έξω

Επίρρημα

έξω

  1. στο εξωτερικό μέρος, εκτός ενός κλειστού χώρου, συνήθως ενός κτηρίου
    βγήκε για λίγο έξω για μια δουλειά
  2. η έξοδος με σκοπό τη διασκέδαση ή το φαγητό
    θα βγούμε έξω το βράδυ με φίλους
  3. στο εξωτερικό
    πήγε έξω για μεταπτυχιακές σπουδές

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

  • εξω- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εξω- στο Βικιλεξικό
  • ξω- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξω- στο Βικιλεξικό

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

έξω ουδέτερο άκλιτο

  1. ο εξωτερικός χώρος γενικά (δηλαδή έξω από το σπίτι)
    εμάς το καλοκαίρι μας αρέσει πολύ το έξω, τρώμε συνέχεια στον κήπο
  2. η διασκέδαση (εκτός σπιτιού)
    είναι άνθρωπος πολύ του έξω - δεν τον βάζει ποτέ σπίτι μέσα
  3. η εξωτερική πλευρά ενός αντικειμένου
    το έξω της βαλίτσας

Μεταφράσεις

Πρόθεση

έξω

  1. εκτός (από ένα σύνολο, ομάδα, οντότητα, αντικείμενο, οργάνωση κλπ.)
    τη διάταξη αυτή την άφησε απ' έξω από το νομοσχέδιο
  2. (για τον προσδιορισμό ή την απαρίθμηση ενός υποσυνόλου περιπτώσεων εξαίρεσης): εκτός
    κανένας άλλος δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση έξω από εμένα

Μεταφράσεις

Επίθετο

έξω άκλιτο (συνήθως με άρθρο)

  1. που μένει στο εξωτερικό
    οι έξω συγγενείς μου
  2. που αναφέρεται ή σχετίζεται με την κοινωνική ζωή
    δεν θέλει καμία επαφή με τον έξω κόσμο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.