υποσύνολο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποσύνολο τα υποσύνολα
      γενική του υποσυνόλου
& υποσύνολου
των υποσυνόλων
    αιτιατική το υποσύνολο τα υποσύνολα
     κλητική υποσύνολο υποσύνολα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποσύνολο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

υποσύνολο ουδέτερο

  • (θεωρία συνόλων) σύνολο που αποτελείται από στοιχεία ενός ορισμένου συνόλου
    μερικά από τα υποσύνολα του συνόλου {1,2,3} είναι {1,2}, {2}, {1,2,3}, Ø

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.