οντότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οντότητα οι οντότητες
      γενική της οντότητας των οντοτήτων
    αιτιατική την οντότητα τις οντότητες
     κλητική οντότητα οντότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οντότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀντότης από την αιτιατική «τήν ὀντότητα» (πραγματικότητα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική entité, essence [1]
R: το όνομα της σχέσης ή οντότητας.
Αποτελείται από:
Tuples: πλειάδες (γραμμές)
Attributes, A1, A2, ... A3 : γνωρίσματα ή ιδιότητες (στήλες)
Value: τα δεδομένα

Προφορά

ΔΦΑ : /onˈdo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οντότητα

Ουσιαστικό

οντότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του όντος
  2. η ύπαρξη αισθητή ή νοητή
  3. (οικονομία) η οικονομική μονάδα
  4. (πληροφορική)
    1. οποιοδήποτε κατασκευασμένο αντικείμενο, όπως αρχείο, κώδικας, δεδομένα, μεταβλητές, τύποι δεδομένων, κλπ.
    2. (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) βασική έννοια του σχεσιακού μοντέλου για την οργάνωση δεδομένων σε ομοειδείς πλειάδες (τις γραμμές) που αποτελούνται από συγκεκριμένα γνωρίσματα ή ιδιότητες (τις στήλες), υλοποίηση της οποίας είναι ο πίνακας (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
        Το πρώτο στάδιο στη διαδικασία της διαμόρφωσης των πινάκων της βάσης είναι η επισήμανση οντοτήτων και η τελική μετατροπή τους σε πίνακες.[2]
      συνώνυμο στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών: σχέση (relation)

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. οντότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 6.3. ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΩΝ, Εφαρμογές Λογισμικού - Βιβλίο Μαθητή, Γ' τάξης της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης του Ενιαίου Λυκείου. Προσπέλαση 2020-01-31
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.