πολύ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πολύ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολύ < ουδέτερο του επιθέτου πολύς [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολύ
ομόηχα: πολλή, πολλοί
τονικό παρώνυμο: πόλη

Επίρρημα

πολύ

  1. σε μεγάλο βαθμό, όχι λίγο
    τρώει πολύ, γι' αυτό έχει παχύνει έτσι
    δε σε βλέπω πολύ καλά
    σ'αγαπώ πολύ
  2. (πριν από επίθετα μετοχές ή επιρρήματα) δηλώνει τον υπερθετικό βαθμό
    πολύ καλός, πολύ όμορφη
    πολύ ευχαριστημένος
    πολύ καλά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πολύ

  1. γενική, αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του πολύς
    εναλλακτικά, γενική ενικού: πολλού
  2. ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολύς
    εναλλακτικά, γενική ενικού: πολλού

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πολύ <ουδέτερο του επιθέτου πολύς

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.