ανακαίνιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακαίνιση οι ανακαινίσεις
      γενική της ανακαίνισης* των ανακαινίσεων
    αιτιατική την ανακαίνιση τις ανακαινίσεις
     κλητική ανακαίνιση ανακαινίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακαινίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακαίνιση < (ελληνιστική κοινή) ἀνακαίνισις < ἀνά και καινός (ο καινούργιος)

Ουσιαστικό

ανακαίνιση θηλυκό

  1. το να ξανακάνεις κάτι σαν καινούργιο, η ανανέωση ενός χώρου με οικοδομικές εργασίες επισκευής, συντήρησης ή και κατασκευής
  2. η συντήρηση επίπλων (σπάνια χρήση)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.