διακοπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διακοπή | οι | διακοπές |
| γενική | της | διακοπής | των | διακοπών |
| αιτιατική | τη | διακοπή | τις | διακοπές |
| κλητική | διακοπή | διακοπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακοπή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακοπή (αρχαία σημασία: ρήγμα)
- → και δείτε τη λέξη διακοπές
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.koˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐κο‐πή
Ουσιαστικό
διακοπή θηλυκό
Μεταφράσεις
διακοπή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διακοπή | αἱ | διακοπαί |
| γενική | τῆς | διακοπῆς | τῶν | διακοπῶν |
| δοτική | τῇ | διακοπῇ | ταῖς | διακοπαῖς |
| αιτιατική | τὴν | διακοπήν | τὰς | διακοπᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | διακοπή | διακοπαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακοπᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διακοπαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακοπή < διακόπτω
Ουσιαστικό
διακοπή θηλυκό
- το κόψιμο σε δύο μέρη, ρήγμα
- (συνεκδοχικά) στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά
- (ελληνιστική σημασία) διακοπή
Πηγές
- διακοπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακοπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.