εξώφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξώφυλλο | τα | εξώφυλλα |
| γενική | του | εξώφυλλου & εξωφύλλου |
των | εξώφυλλων & εξωφύλλων |
| αιτιατική | το | εξώφυλλο | τα | εξώφυλλα |
| κλητική | εξώφυλλο | εξώφυλλα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εξώφυλλο ουδέτερο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
το εξωτερικό φύλλο συγγράμματος ή ό,τι εμφανίζεται σ' αυτό
το εξωτερικό φύλλο παραθύρου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.