except
Αγγλικά (en)
Πρόθεση
except (en)
- εκτός (από), παρά μόνο
- ↪ everyday except Sunday - κάθε μέρα εκτός Κυριακής
- ↪ It is good work except a few spelling mistakes.
- Είναι καλή δουλειά εκτός από μερικά ορθογραφικά λάθη.
- ↪ I won’t drink anything except a coffee.
- Δε θα πιω τίποτα παρά μόνο καφέ.
- ≈ συνώνυμα: except for, → και δείτε τη λέξη besides
Ρήμα
| ενεστώτας | except |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | excepts |
| αόριστος | excepted |
| παθητική μετοχή | excepted |
| ενεργητική μετοχή | excepting |
except (en)
- (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) εξαιρώ
- ↪ Nobody is excepted.
- Δεν εξαιρώ κανέναν.
- ↪ present company excepted - εξαιρουμένων των παρόντων
- ↪ Nobody is excepted.
Σύνδεσμος
except (en)
- (except (that)) εκτός του ότι, εκτός από το ότι, παρά μόνο, μόνο που, χρησιμοποιείται προτού αναφέρω κάτι που κάνει μια δήλωση όχι απολύτως αληθή
- ↪ I don’t know anything about him except that he is rich.
- Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτόν έκτος του ότι/παρά μόνον είναι πλούσιος.
- ↪ I would buy it, except it is too expensive.
- Θα το αγόραζα, μόνο που είναι ακριβό.
- ↪ He will help you, except don’t ask him for money.
- Θα σας βοηθήσει, μόνο λεφτά μην του ζητήσετε.
- ≈ συνώνυμα: but και only
- ↪ I don’t know anything about him except that he is rich.
Πηγές
- except (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- except (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- except (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 275, 651. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτός, παρά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.