επιφανειακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιφανειακά < επιφανειακός +

Επίρρημα

επιφανειακά

  1. με επιφανειακό τρόπο
  2. στην επιφάνεια
  3. (μεταφορικά) από πρώτη άποψη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επιφανειακά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.