διαδικασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαδικασία οι διαδικασίες
      γενική της διαδικασίας των διαδικασιών
    αιτιατική τη διαδικασία τις διαδικασίες
     κλητική διαδικασία διαδικασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαδικασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαδικασία

Ουσιαστικό

διαδικασία θηλυκό

  1. σύνολο ενεργειών με καθορισμένη τάξη που αφορούν σε κάποιο σκοπό
  2. (νομικός όρος) η διεξαγωγή μιας συνεδρίασης συλλογικού οργάνου ή δικαστηρίου σύμφωνα με καθορισμένους τύπους και κανόνες καθώς και οι ίδιοι οι κανόνες αυτοί, ο τρόπος διεξαγωγής μιας δίκης, η πορεία της
  3. (πληροφορική) υποπρόγραμμα που δέχεται ή όχι ορίσματα ως παραμέτρους, εκτελεί συγκεκριμένη εργασία και δεν επιστρέφει κάποια τιμή, σε αντίθεση με τη συνάρτηση που επιστρέφει.[1]

Συνώνυμα

Υπώνυμα

  • trigger (πληροφορική, βάσεις δεδομένων)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.