διαδικασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαδικασία | οι | διαδικασίες |
| γενική | της | διαδικασίας | των | διαδικασιών |
| αιτιατική | τη | διαδικασία | τις | διαδικασίες |
| κλητική | διαδικασία | διαδικασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαδικασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαδικασία
Ουσιαστικό
διαδικασία θηλυκό
- σύνολο ενεργειών με καθορισμένη τάξη που αφορούν σε κάποιο σκοπό
- (νομικός όρος) η διεξαγωγή μιας συνεδρίασης συλλογικού οργάνου ή δικαστηρίου σύμφωνα με καθορισμένους τύπους και κανόνες καθώς και οι ίδιοι οι κανόνες αυτοί, ο τρόπος διεξαγωγής μιας δίκης, η πορεία της
- (πληροφορική) υποπρόγραμμα που δέχεται ή όχι ορίσματα ως παραμέτρους, εκτελεί συγκεκριμένη εργασία και δεν επιστρέφει κάποια τιμή, σε αντίθεση με τη συνάρτηση που επιστρέφει.[1]
Συνώνυμα
Υπώνυμα
- trigger (πληροφορική, βάσεις δεδομένων)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C, σελ. 87, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:2019.09.22
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.