εξωγήινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωγήινος η εξωγήινη το εξωγήινο
      γενική του εξωγήινου της εξωγήινης του εξωγήινου
    αιτιατική τον εξωγήινο την εξωγήινη το εξωγήινο
     κλητική εξωγήινε εξωγήινη εξωγήινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωγήινοι οι εξωγήινες τα εξωγήινα
      γενική των εξωγήινων των εξωγήινων των εξωγήινων
    αιτιατική τους εξωγήινους τις εξωγήινες τα εξωγήινα
     κλητική εξωγήινοι εξωγήινες εξωγήινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξωγήινος < έξω + γήινος

Επίθετο

εξωγήινος

  • που δεν είναι από τη Γη, που προέρχεται από άλλο ουράνιο σώμα

Ουσιαστικό

εξωγήινος αρσενικό

  • (επιστημονική φαντασία) ένα ον που προέρχεται από άλλον πλανήτη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.