αστοχώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αστοχώ < (ελληνιστική κοινή) ἀστοχέω / ἀστοχῶ

Ρήμα

αστοχώ

  1. (κυριολεκτικά) δεν πετυχαίνω τον στόχο μου
  2. (μεταφορικά) αποτυγχάνω
  3. (λαϊκότροπο) ξεχνώ
     συνώνυμα: λησμονώ

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.