εξωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξωτικός | η | εξωτική | το | εξωτικό |
| γενική | του | εξωτικού | της | εξωτικής | του | εξωτικού |
| αιτιατική | τον | εξωτικό | την | εξωτική | το | εξωτικό |
| κλητική | εξωτικέ | εξωτική | εξωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξωτικοί | οι | εξωτικές | τα | εξωτικά |
| γενική | των | εξωτικών | των | εξωτικών | των | εξωτικών |
| αιτιατική | τους | εξωτικούς | τις | εξωτικές | τα | εξωτικά |
| κλητική | εξωτικοί | εξωτικές | εξωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εξωτικός, -ή, -ό
- η μακρινή χώρα
- που προέρχεται από μακρινή χώρα / ασυνήθιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.