εξανίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξανίσταμαι < αρχαία ελληνική ἐξανίσταμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐξανίστημι < ἐξ + ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξανίσταμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.