διάταξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάταξη οι διατάξεις
      γενική της διάταξης* των διατάξεων
    αιτιατική τη διάταξη τις διατάξεις
     κλητική διάταξη διατάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διατάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάταξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάταξις < διατάσσω

Ουσιαστικό

διάταξη θηλυκό

  1. σύνολο αντικειμένων που έχουν συγκεκριμένη σχέση θέσης μεταξύ τους, η κατάλληλη τοποθέτηση των αντικειμένων
     συνώνυμα: ταχτοποίηση, τακτοποίηση
  2. η κατάλληλη παράταξη στρατού για ένα συγκεκριμένο σκοπό
     συνώνυμα: σχηματισμός
  3. (νομικός όρος) ειδικό τμήμα νόμου ή κανονισμού αναφερόμενο σε συγκεκριμένο θέμα
      Οι διατάξεις του νόμου τίθενται σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2015, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους θέματα.[1]
  4. η διαταγή
  5. (τεχνολογία) device: μία ή περισσότερες συσκευές κατάλληλα συνεργαζόμενες· ως σύνολο θεωρούνται ως μία ενιαία συσκευή[2], ως μονάδα (unit)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Τα λογιστικά βιβλία, σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα . Δημοσίευση 2014-11-26. Αρχειοθέτηση 2019-08-12. Πρόσβαση 2021-08-18.
  2. από αναζήτηση «διάταξη» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.