εξωτερικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξωτερικό τα εξωτερικά
      γενική του εξωτερικού των εξωτερικών
    αιτιατική το εξωτερικό τα εξωτερικά
     κλητική εξωτερικό εξωτερικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξωτερικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξωτερικός

Ουσιαστικό

εξωτερικό ουδέτερο

  1. η εξωτερική όψη
  2. τα ξένα κράτη (ως σύνολο) ή κάποια ξένη χώρα που δεν κατονομάζεται
    έχω κάνει πολλά ταξίδια στο εξωτερικό
    • χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό με ειρωνική απόχρωση
      άσε τωρα τα ταξίδια στα εξωτερικά και κοίτα να στρωθείς στη δουλειά σου

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εξωτερικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.