εξωτερικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξωτερικό | τα | εξωτερικά |
| γενική | του | εξωτερικού | των | εξωτερικών |
| αιτιατική | το | εξωτερικό | τα | εξωτερικά |
| κλητική | εξωτερικό | εξωτερικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξωτερικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξωτερικός
Ουσιαστικό
εξωτερικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξωτερικό
- αιτιατική ενικού του εξωτερικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εξωτερικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.