ανέμελα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανέμελα < ανέμελος

Επίρρημα

ανέμελα

  1. με ξένοιαστο τρόπο, δίχως έγνοιες
  2. φυσιολογικά, χωρίς ιδιαίτερη έγνοια για κάτι, ενώ όμως απειλεί ένας κινδυνος

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ανέμελα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.