εξώδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξώδικος | η | εξώδικη | το | εξώδικο |
| γενική | του | εξώδικου | της | εξώδικης | του | εξώδικου |
| αιτιατική | τον | εξώδικο | την | εξώδικη | το | εξώδικο |
| κλητική | εξώδικε | εξώδικη | εξώδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξώδικοι | οι | εξώδικες | τα | εξώδικα |
| γενική | των | εξώδικων | των | εξώδικων | των | εξώδικων |
| αιτιατική | τους | εξώδικους | τις | εξώδικες | τα | εξώδικα |
| κλητική | εξώδικοι | εξώδικες | εξώδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εξώδικος
- είναι αυτός που συμβαίνει έξω από τα δικαστήρια
- αυτός που δεν επιβάλλεται από το δικαστήριο με δικαστική απόφαση
- ο ανεπίσημος, που δεν προέρχεται από αρμόδιο πρόσωπο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξώδικος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.