εξωτερικεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξωτερικεύω < εξωτερικός + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική extérioriser)

Ρήμα

εξωτερικεύω (παθητική φωνή: εξωτερικεύομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.