εξωτερικεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξωτερικεύω < εξωτερικός + -εύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική extérioriser)
Συγγενικά
- εξωτερικευμένος
- εξωτερίκευση
- → δείτε τις λέξεις εξωτερικός και έξω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξωτερικεύω | εξωτερίκευα | θα εξωτερικεύω | να εξωτερικεύω | εξωτερικεύοντας | |
| β' ενικ. | εξωτερικεύεις | εξωτερίκευες | θα εξωτερικεύεις | να εξωτερικεύεις | εξωτερίκευε | |
| γ' ενικ. | εξωτερικεύει | εξωτερίκευε | θα εξωτερικεύει | να εξωτερικεύει | ||
| α' πληθ. | εξωτερικεύουμε | εξωτερικεύαμε | θα εξωτερικεύουμε | να εξωτερικεύουμε | ||
| β' πληθ. | εξωτερικεύετε | εξωτερικεύατε | θα εξωτερικεύετε | να εξωτερικεύετε | εξωτερικεύετε | |
| γ' πληθ. | εξωτερικεύουν(ε) | εξωτερίκευαν εξωτερικεύαν(ε) |
θα εξωτερικεύουν(ε) | να εξωτερικεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξωτερίκευσα | θα εξωτερικεύσω | να εξωτερικεύσω | εξωτερικεύσει | ||
| β' ενικ. | εξωτερίκευσες | θα εξωτερικεύσεις | να εξωτερικεύσεις | εξωτερίκευσε | ||
| γ' ενικ. | εξωτερίκευσε | θα εξωτερικεύσει | να εξωτερικεύσει | |||
| α' πληθ. | εξωτερικεύσαμε | θα εξωτερικεύσουμε | να εξωτερικεύσουμε | |||
| β' πληθ. | εξωτερικεύσατε | θα εξωτερικεύσετε | να εξωτερικεύσετε | εξωτερικεύστε | ||
| γ' πληθ. | εξωτερίκευσαν εξωτερικεύσαν(ε) |
θα εξωτερικεύσουν(ε) | να εξωτερικεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξωτερικεύσει | είχα εξωτερικεύσει | θα έχω εξωτερικεύσει | να έχω εξωτερικεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξωτερικεύσει | είχες εξωτερικεύσει | θα έχεις εξωτερικεύσει | να έχεις εξωτερικεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξωτερικεύσει | είχε εξωτερικεύσει | θα έχει εξωτερικεύσει | να έχει εξωτερικεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξωτερικεύσει | είχαμε εξωτερικεύσει | θα έχουμε εξωτερικεύσει | να έχουμε εξωτερικεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξωτερικεύσει | είχατε εξωτερικεύσει | θα έχετε εξωτερικεύσει | να έχετε εξωτερικεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξωτερικεύσει | είχαν εξωτερικεύσει | θα έχουν εξωτερικεύσει | να έχουν εξωτερικεύσει |
| |
Μεταφράσεις
εξωτερικεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.