ζω

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzo/

Ετυμολογία 1

ζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζῶ, συνηρημένος τύπος του ζώω / ζήω

Ρήμα

ζω, πρτ.: ζούσα, στ.μέλλ.: θα ζήσω, αόρ.: έζησα

  1. βρίσκομαι στη ζωή, διατηρούμαι στη ζωή
  2. διαρκώ
  3. κατοικώ, διαμένω
    πού ζεις τώρα;
  4. εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή
    με τέτοιο μισθό 'ζει πλουσιοπάροχα
  5. κινούμαι σε συγκεκριμένα (πλαγματικά ή φανταστικά) πλαίσια
    ζει σε μια πλάνη
  6. επιμένω σε ορισμένα πρότυπα ή τρόπους σκέψεις
    κάνει σα να ζούμε στο Μεσαίωνα!
  7. περνώ τη ζωή μου με ορισμένο τρόπο
    ζούσαν με λιτότητα
  8. βιώνω, αποκτώ εμπειρίες
    μαζί σου ζω ό,τι έψαχνα
  9. συντηρώ κάποιον, στηρίζοντάς τον οικονομικά
    από μένα περιμένει να τη ζήσω

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
ζω- 

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ζω < Ζ (το έκτο γράμμα του αλφαβήτου) + ω (προκειμένου να διευκολυνθεί η ανάγνωση)

Ουσιαστικό

ζω ουδέτερο άκλιτο

πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.