γλεντζές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γλεντζές | οι | γλεντζέδες |
| γενική | του | γλεντζέ | των | γλεντζέδων |
| αιτιατική | τον | γλεντζέ | τους | γλεντζέδες |
| κλητική | γλεντζέ | γλεντζέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλεντζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική eğlence [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣlenˈd͡zes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλεν‐τζές
Ουσιαστικό
γλεντζές αρσενικό (θηλυκό γλετζού)
- που του αρέσει να γλεντάει, να διασκεδάζει
- (κατ’ επέκταση) εύθυμος τύπος, ευχάριστος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γλεντάω
Μεταφράσεις
γλεντζές
|
Αναφορές
- γλεντζές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.