εξώπορτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξώπορτα | οι | εξώπορτες |
| γενική | της | εξώπορτας | των | εξωπορτών |
| αιτιατική | την | εξώπορτα | τις | εξώπορτες |
| κλητική | εξώπορτα | εξώπορτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξώπορτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐξώπορτα < ἔξω + πόρτα[1]
File:Front door, South Side, 2022-10-08, 01.jpg

Εξώπορτα κατοικίας.
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈkso.poɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξώ‐πορ‐τα
Ουσιαστικό
εξώπορτα θηλυκό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- εξώπορτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.